Ἀλκιμέδων — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκιμέδοντα — Ἀλκιμέδων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκιμέδοντι — Ἀλκιμέδων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκιμέδοντος — Ἀλκιμέδων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκίμεδον — Ἀλκιμέδων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Alcimedon — (Gr. polytonic|Ἀλκιμέδων) can refer to a number of people in Greek mythology and history:*Alcimedon, an Arcadian hero, from whom the Arcadian plain Alcimedon derived its name. He had a daughter named Phillo, by whom Heracles had a son,… … Wikipedia
Алкимедонт — (др. греч. Ἀλκιμέδων). В греческой мифологии: • Алкимедонт аркадский герой, жил в пещере возле Мефидрия, отец Фиало, которую соблазнил Геракл. Когда у неё родился сын Эхмагор, Алкимедонт выгнал дочь и внука из своей пещеры в горы и оставил… … Википедия
αλκή — η (Α ἀλκή) η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση 2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη νεοελλ. ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος αρχ. 1. η δύναμη γενικά… … Dictionary of Greek
κίσσα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις εννέα Πιερίδες, κόρες του Πιέρου . Ο μύθος αναφέρει ότι μεταμορφώθηκε σε πουλί, μαζί με τις αδελφές της, επειδή τόλμη αν να συναγωνιστούν τις Μούσεςστο τραγούδι. 2. Μία από τις Υάδες, τις τροφούς του… … Dictionary of Greek